ηπατογενής

ηπατογενής
-ές
αυτός που σχηματίζεται από τη λειτουργία τού ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatogenic < hepat- (πρβλ. ηπατ- < ήπαρ, -ατος) + -genic (πρβλ. -γενής < γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”